Πρίηπος

Πρίηπος
Πρίαπος
Priapus
masc nom sg (ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • PRIAPUS — I. PRIAPUS Liberi patris et Veneris fil. quem superstitiosa antiquitas hortorum praesidem credidit, addo et portuum. Leonidas vetus poeta: Ταῦθ᾿ ὁ Πρίηπος ἐγὼν ἐπιτέλλομαι ὁ λιμενίτης. De quo vide Voss. de Idol. l. 2. c. 7. et Dempster. ad Rosin …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Приап — (Priapus, Πρίαπος). Сын Диониса и Афродиты, божество плодородия и покровитель стад овец и коз, пчеловодства, виноделия и садоводства. (Источник: «Краткий словарь мифологии и древностей». М.Корш. Санкт Петербург, издание А. С. Суворина, 1894.)… …   Энциклопедия мифологии

  • Πρίαπος — I Ελληνική θεότητα από τη Λάμψακο της Μικράς Ασίας. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν γιος του Διονύσου και της Αφροδίτης, και γι’ αυτό του αποδίδουν διονυσιακούς και αφροδισιακούς χαρακτήρες, δηλαδή ερωτικόοργιαστικούς· κατά τον ίδιο τρόπο… …   Dictionary of Greek

  • Σωτάδης — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Κωμικός ποιητής της μέσης αττικής κωμωδίας. Διασώθηκαν λίγα αποσπάσματα από τις κωμωδίες του Εγκλειόμενος και Παραλοτρούμενος. 2. Αρχαίος Έλληνας ποιητής από την Κρήτη, που έζησε στα χρόνια του Πτολεμαίου Φιλάδελφου.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”